- καλαμίνα
- Βλ. λ. ημιμορφίτης.
* * *η(ορυκτ.) παλιά ονομασία δύο ορυκτών τού ψευδαργύρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλάμινα — καλάμινος of reed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιμορφίτης ή καλαμίνα — Ένα από τα κυριότερα μεταπυριτικά άλατα του ψευδαργύρου (τσίγκου), που καθορίζεται χημικά με τον τύπο Zn4Si2O7(OH)2.(H2O). Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό συστήμα, έχει σκληρότητα 4,5 5 και πυκνότητα 3,4 3,5 gr/cm3. Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος·… … Dictionary of Greek
καλαμίνας — καλαμίνᾱς , καλάμινος of reed fem acc pl καλαμίνᾱς , καλάμινος of reed fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζιγκονίτης ή ζιγκονίσης — Ορυκτό ένυδρο υδροανθρακικό άλας ψευδαργύρου. Εμφανίζεται με τη μορφή λευκής ή γκριζωπής σκόνης και παρουσιάζει πολλές αναλογίες με τον σμιθσονίτη και ιδιαίτερα με την καλαμίνα. Ο ζ. ονομάζεται επίσης υδροζιγκίτης, φυσική καδμία, γεώδης καλαμίνα … Dictionary of Greek
καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σμιθσονίτης — Ορυκτό του ψευδάργυρου (ZnCO3), ένα από τα σημαντικότερα για την εξαγωγή του μετάλλου αυτού. Είναι ισόμορφο με τον ασβεστίτη, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα, αλλά σπάνια παρουσιάζει καλά διαμορφωμένους κρυστάλλους, και εμφανίζεται συνήθως… … Dictionary of Greek
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek